Καρδιακή ανεπάρκεια
Η συχνότητα εμφάνισης της καρδιακής ανεπάρκειας έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια λόγω κυρίως της γήρανσης του πληθυσμού στις ανεπτυγμένες χώρες αλλά και των θεαματικών εξελίξεων στον τομέα της Καρδιολογίας όσον αφορά στη διάγνωση και τη θεραπεία των καρδιαγγειακών επιπλοκών, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη επιβίωση των ασθενών που όμως επιζούν σε κάποιες περιπτώσεις με αρκετά προβλήματα. Πάνω από 26 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια. Η πάθηση χαρακτηρίζεται από αδυναμία του μυοκαρδιακού μυός να εξωθήσει το αίμα προς την περιφέρεια (τα υπόλοιπα όργανα του σώματος). Είναι ένα χρόνιο σύνδρομο που επηρεάζει σοβαρά σε βάθος χρόνου την ποιότητα ζωής του ατόμου και οδηγεί στο θάνατο, εάν δεν αξιολογηθεί και αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά.
Διάφορες αιτίες μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας με πιο σημαντικές τη στεφανιαία νόσο (έμφραγμα μυοκαρδίου), βαλβιδοπάθειες, μυοκαρδίτιδα, συγγενείς καρδιοπάθειες, αρρυθμίες, αρτηριακή υπέρταση, κατάχρηση αλκοόλ, κάπνισμα, υπερχοληστερολαιμία και σακχαρώδη διαβήτη. Ειδικές κατηγορίες αποτελούν οι περιπτώσεις εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας στη διάρκεια της κύησης (βλέπε Γυναικεία καρδιά) και μετά τη λήψη χημειοθεραπευτικών φαρμάκων ή ακτινοβολίας στα πλαίσια της θεραπείας κάποιου καρκίνου (βλέπε Καρδιο-ογκολογία). Συνήθη συμπτώματα αποτελούν η δύσπνοια (λαχάνιασμα), βήχας, πρήξιμο στους αστραγάλους, κόπωση, ζαλάδα, ταχυκαρδία, απώλεια όρεξης και βάρους.
Σήμερα υπάρχουν πολλοί διαθέσιμοι τρόποι αντιμετώπισης της καρδιακής ανεπάρκειας (φάρμακα και επεμβατικοί μέθοδοί) που είναι πολύ αποτελεσματικοί στον περιορισμό των συμπτωμάτων, στην καθυστέρηση της εξέλιξης της πάθησης, ακόμη και στην αναστροφή της, αρκεί να γίνει εγκαίρως η διάγνωση. Το πιο σημαντικό είναι ο ασθενής να κατανοήσει ότι η πρόληψη, η έγκαιρη διάγνωση και οι τακτικές επισκέψεις στον καρδιολόγο, θα οδηγήσουν σε αποτελεσματική θεραπευτική αντιμετώπιση της πάθησης η οποία όχι μόνο θα βελτιώσει την πρόγνωση αλλά θα παρατείνει τη ζωή του.