Γονίδια

Γονίδια που επηρεάζουν το μεταβολισμό των λιπιδίων και προάγουν την αθηρωμάτωση των στεφανιαίων αγγείων

 

Η αθηρωμάτωση των στεφανιαίων αγγείων είναι η συχνότερη αιτία της ισχαιμικής καρδιοπάθειας (στεφανιαία νόσος που οδηγεί σε έμφραγμα του μυοκαρδπίου). Πάνω από 200 παράγοντες κινδύνου έχουν περιγραφεί, που οδηγούν στον πρόωρο σχηματισμό της αθηρωματικής πλάκας.

Ο ρόλος των γονιδίων στην εμφάνιση της αθηρωμάτωσης δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί. Συγκεκριμένα, έχουν αναγνωρισθεί αρκετές γονιδιακές μεταλλάξεις που είναι υπεύθυνες για την πρώιμη εμφάνιση της. Οι πιο γνωστές είναι οι μεταλλάξεις στο γονίδιο του LDL υποδοχέα (πρόκειται για τον υποδοχέα της λεγόμενης «κακής» χοληστερόλης), που προκαλούν την οικογενή υπερχοληστερολαιμία, Έχουν περιγραφεί έως σήμερα 900 περίπου διαφορετικές μεταλλάξεις με διαφορετική συχνότητα ανάλογα τη γεωγραφική κατανομή. Αυτές οι μεταλλάξεις οδηγούν σε πολύ αυξημένα επίπεδα LDL χοληστερόλης τα οποία μπορεί να εκδηλωθούν ακόμη και από τη στιγμή της γέννησης του ατόμου (οικογενής υπερχοληστερολαμία). Επίσης, σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των λιπιδίων παίζει η απολιποπρωτεΐνη Β-100 και η απολιποπρωτεΐνη Ε. Η οικογενής έλλειψη της apoB–100 σχετίζεται με υπερλιπιδαιμία και πρώιμη αθηρωμάτωση. Επίσης, τα αλληλόμορφα της απολιποπρωτεΐνης E, όπως το ε4 και το ε2, σχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση καρδιαγγειακών συμβάντων.

Μεταλλάξεις στο γονίδιο ABCA1 (ATP-binding cassette transporter A1) αποτελούν τη γενετική βάση της νόσου της Ταγγέρης που χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλά επίπεδα της HDL (είναι η λεγόμενη «καλή» χοληστερόλη) δημιουργώντας προδιάθεση για την εμφάνιση πρώιμης αθηροσκλήρωσης.

Η πρωτεΐνη μεταφοράς εστέρων χοληστερόλης (CETP) λειτουργεί ως μεταφορέας της εστεροποιημένης χοληστερόλης από την HDL στις απολιποπρωτεΐνες B- λιποπρωτεΐνες (VLDL, IDL, LDL) και παράλληλα συμμετέχει στην αντίστροφη μεταφορά της χοληστερόλης. Ο πιο μελετημένος πολυμορφισμός του γονιδίου CETP είναι ο TaqIB. Το αλληλόμορφο Β2 σχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου.

Η λιποπρωτεΐνικη λιπάση (LpL) συντίθεται στα παρεγχυματικά κύτταρα, μεταφέρεται και εναποτίθεται στο ενδοθήλιο των αρτηριών, στο ενδοθήλιο των τριχοειδών και στον έσω χιτώνα των αρτηριών. Έλλειψη ή μεγάλη ελάττωση έκφρασης του γονιδίου της LpL οδηγεί σε υπερλιποπρωτεϊναιμία τύπου I, στην οποία παρατηρείται συσσώρευση πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών και χυλομικρών (οικογενής υπερτριγλυκαιριδαιμία).

Συμπερασματικά, είναι πιθανό στο μέλλον, ο έλεγχος του γονοτύπου των ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο και αργότερα των ατόμων με δυσλιπιδαιμίες, να είναι απαραίτητος για τη διάγνωση και το σχεδιασμό της θεραπείας και να φτάσουμε στο σημείο να πραγματοποιείται και ως εξέταση ρουτίνας (pharmacogenetic).

ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
We use cookies

We use cookies on our website. Some of them are essential for the operation of the site, while others help us to improve this site and the user experience (tracking cookies). You can decide for yourself whether you want to allow cookies or not. Please note that if you reject them, you may not be able to use all the functionalities of the site.